Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015



ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ Α’ ΚΑΙ Β’ ΚΛΙΣΗΣ

Να συμπληρώσετε τα παρακάτω κενά:

1) ὁ λύκος → ……………………………………. (γνκ. πληθ.)
2) ὁ καρκίνος → …………………………………. (δοτ. ενικ.)
3) ὁ νᾶνος → ……………………………………. (δοτ. πληθ.)
4) ἡ κάμινος  → …………………………………. (ονομ. ενικ.)
5) ὁ πύργος → ……………………………………. (δοτ. ενικ.)
6) τό φῦλον → ……………………………………. (γνκ. πληθ.)
7) τό κρίνον → ……………………………………. (δοτ. πληθ.)
8) τραυματίας → ………………………………. (γνκ. πληθ.)
9) θύτης → ……………………………………. (αιτ. ενικ.)
10) μᾶζα → ……………………………………. (γνκ. ενικ.)
11) γυμνασιάρχης → ……………………….…. (κλητ.ενικ.)
12) δωρεὰ → …………………………………. (ονομ. πληθ.)
13) πατριώτης → ………………………………. (αιτ. πληθ.)
14) βοήθεια → …………………………………. (αιτ. ενικ.)
15) τελώνης → …………………………………. (κλητ. ενικ.)
16) νίκη → ……………………………………. (δοτ. πληθ.)
17) ἀθλητὴς → …………………………………. (γνκ. ενικ.)
18) ψυχὴ → ……………………………………. (γνκ. ενικ.)
19) παιδοτρίβης → ……………………………. (κλητ. ενικ.)
20) μέλισσα → …………………………………. (δοτ. πληθ.)

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015



Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΦΘΟΡΑ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ TOY Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ

«Ἀς Φρόντιζαν»
Θ’ ἀπευθυνθῶ πρός τόν Ζαβίνα πρῶτα,
κι ἄν ὁ μωρός αὐτός δέν μ’ ἐκτιμήσει,
θά πάγω στόν ἀντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι ἄν ὁ ἠλίθιος κι αὐτός δέν μέ προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στόν ‘Υρκανό.

«Ἐν Σπάρτη»
Δεν ἤξερεν ὁ βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμοῦσε –
δεν ἤξερε ἕναν τέτοιον λόγο πῶς νά πεῖ
πρός τήν μητέρα του: ὅτι απαιτοῦσε ὁ Πτελεμαῖος
γιά ἐγγύησιν τῆς συμφωνίας των ν’ ἀποσταλεί κι αὐτή
εἰς Αἴγυπτον καί νά φυλάττεται∙

«Ο Δαρείος»
Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην·


«Ιγνατίου Tάφος»
Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Aλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.


«Ο Βασιλεύς Δημήτριος»
Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

 «Περιμένοντας τους Βαρβάρους»
Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;



Ας φρόντιζαν


Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.